- σιγμοειδοῦς
- σιγμοειδήςof the shape of sigmamasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… … Dictionary of Greek
ειλεοσιγμοειδοστομία — η χειρουργική αναστόμωση μεταξύ λεπτού εντέρου και σιγμοειδούς μοίρας τού παχέος εντέρου … Dictionary of Greek
ορθοσιγμοειδοσκόπηση — η ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τού ορθού και τής κατώτερης μοίρας τού σιγμοειδούς κόλου μέχρι βάθος 15 εκατοστομέτρων, συνήθως, και σε ορισμένες περιπτώσεις 25 ή 30 εκατοστομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου» + σιγμοειδές (κόλο) +… … Dictionary of Greek
σιγμοειδίτιδα — η, Ν ιατρ. πάθηση που προκαλεί φλεγμονή τού σιγμοειδούς κόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sigmoiditis < σιγμοειδής + κατάλ. ίτιδα*] … Dictionary of Greek
σιγμοειδεκτομή — η, Ν ιατρ. ολική ή μερική χειρουργική αφαίρεση τού σιγμοειδούς κόλου τού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sigmoidectomy < σιγμοειδής + εκτομή] … Dictionary of Greek
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek